κυβίστεον

κυβίστεον
κυβιστάω
tumble head foremost
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
κυβιστάω
tumble head foremost
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυβιστώ — και κυβισταίνω (Α κυβιστῶ, άω, ιων. τ. κυβιστέω) βάζω το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω και αναστρέφομαι, κάνω ακροβατικό ελιγμό με το κεφάλι προς τα κάτω, κάνω τούμπα («ἦ μάλ ἐλαφρὸς ἀνήρ, ὡς ῥεῑα κυβιστᾷ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ψάρι) βυθίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”